Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ

Στο διάβα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, τα καφενεία, αποτέλεσαν τους βασικούς πυρήνες για την καλλιέργεια των κοινωνικών συναναστροφών, για την δημιουργία προσωπικών σχέσεων και την διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος της κάθε εποχής. Στα καφενεία ξαπόσταιναν οι άνδρες του χωριού μετά το λιόγερμα και συζητούσαν τα γεγονότα που είχαν σημαδέψει την τοπική και εθνική κοινωνική ζωη. Ετσι αναδείχτηκαν σε τοπικές «βουλές» και αργότερα χωρίστηκαν στα λεγόμενα «μπλε» και «πράσινα» καφενεία. Στα καφενεία οι άνδρες μιλούσαν για τις καλλιέργειές τους, πρόβλεπαν τον καιρό που τις επηρέαζε, συζητούσαν για την σοδειά τους και για τις τιμές των προϊόντων τους. Οι εγγράμματοι μάλιστα, πριν εμφανιστεί η τηλεόραση, εκεί διάβαζαν την μοναδική εφημερίδα που προμηθευόταν καθημερινά ο καφετζής και ενημέρωναν τους υπολοίπους με τα νέα που μάθαιναν. Βασικό παράγοντα για τη διαμόρφωση των καφενείων και την παγίωσή τους ως τόπων της συνάντησης και της συζήτησης αποτέλεσαν οι ιδρυτές και οι εκάστοτε διαχειριστές τους, οι οποίοι με την προσωπικότητά τους διαμόρφωναν το περιβάλλον τους και προσέλκυαν τους θαμώνες.

Το πιο γνωστό και το πιο παλιό, σήμερα, καφενείο στο Κοπανάκι είναι το ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ. Το καφενείο αυτό ιδρύθηκε κατά το έτος 1945 από τον Γεώργιο Σοφό (Τίντηρη), που ήταν γνωστός για την οξυδέρκεια, την σοβαρότητα και την εντιμότητά του. Πριν από την ίδρυσή του οι Σοφαίοι λειτούργησαν στον ίδιο χώρο από το έτος 1900 μέχρι το έτος 1912 μονοπώλιο [κατάστημα πώλησης αλατιού, σπίρτων και πετρελαίου], παντοπωλείο και κατάστημα «νεωτερισμών», και από το έτος 1915 έως και το 1945 κουρείο, με κουρέα τον Χρίστο Δ. Σοφό (Τίντηρη).

Ωστόσο το καφενείο αυτό λειτούργησε με την επιμέλεια, ζεστασιά και ανθρωπιά της γλυκύτατης γυναίκας του, Σπυρούλας, η οποία υπήρξε και εξακολουθεί να είναι η ψυχή του. Η κυρά Σπυρούλα ήταν ο πόλος έλξης για όλους τους θαμώνες, οι οποίοι ανέκαθεν πρόσφευγαν εκεί για να γευτούν τον απολαυστικότερο ελληνικό καφέ, που σερβιριζόταν ανέκαθεν στο Κοπανάκι, να εισπράξουν την ανθρώπινη ζεστασιά που εκπέμπει και να ακούσουν τις χρήσιμες συμβουλές της, οι οποίες ενεργούσαν πάντοτε καταπραϋντικά πάνω στους ανθρώπους και καταλάγιαζαν τον θυμό τους. Τώρα μετά απο την παρέλευση τόσων χρόνων, η κυρά Σπυρούλα, ηλικίας 81 ετών σήμερα, ούσα μεστή απο εμπειρίες, σοφή απο αυτά που πέρασε και άκουσε, είναι πάντα πρόθυμη να ενημερώσει τους νεωτέρους για την ιστορία του Κάτω Κοπανακίου, όπως την άκουσε και την έζησε, για τους ανθρώπους που πέρασαν απο το μαγαζί της, για τα βιώματα αυτών που γνώρισε και των παλαιοτέρων, σύμφωνα με τις διηγήσεις των τελευταίων. Με λίγες κουβέντες μπορεί να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα καθενός θαμώνα, να καθορίσει τον χρόνο που γεννήθηκε, το διάστημα που έζησε, την οικογένεια που απόχτησε, το αντικείμενο της επαγγελματικής δραστηριότητά του, φροντίζοντας πάντα να χρωματίζει τα καλά και να αποσιωπά τα κακά.

Στο καφενείο Σοφού, σύχνασαν ποικίλες προσωπικότητες του χωριού, όπως ο δάσκαλος Παναγιώτης Ρήγας, που ήταν γνωστός για την μόρφωσή του, ο Παναγιώτης Μαντζώρος, που ήταν ο ευεργέτης του χωριού, αφού έχει παραχωρήσει στο χωριό το οικόπεδο στο οποίο κατασκευάστηκε το δημοτικό σχολείο, ο θυμόσοφος Γιώργος Κανόπουλος, που διακρινόταν για τις παροιμίες που έλεγε, λ.χ. «το καπνίζειν εστί μεγίστη ασωτία, φθείρει δε υγείαν τε και οικονομίαν» ή «του παπά η κοιλιά είναι αμπάρι για να φάει και να πάρει, του παπά η κοιλιά είναι άμπαρος και όποιος δεν του δίνει είναι γάιδαρος». Άλλοι ξεχωριστοί θαμώνες ήταν ο Θανάσης Κοκκίνης, καταγόμενος από την Παύλιτσα, η παρουσία του οποίου γινόταν αισθητή από το βιολί και του τραγούδι του, ο Μπάρμπα – Αλέξης (Μπρούστης), επιφανής παίχτης της «κολιτσίνας», ο Γιάννης Μπρούστης, διεκεκριμένο, δραστήριο και προικισμένο μέλος της τοπικής κοινωνίας, εργατικός, αλλά και διασκεδαστής, ο Γιάννης Χριστοφιλόπουλος (Τσάκος), που διακρινόταν για το τραγούδι και το χιούμορ του. Ας μου επιτραπεί να κάνω αναφορά και στο παππού μου Ανδρέα Τζαβέλλα, τον χαμάλη του μόχθου, έναν αγράμματο άνθρωπο, ένα αυθεντικό χωρικό, ίσως τον πιο φτωχό από τους φτωχούς, ο οποίος διακρινόταν για την σοβαρότητα του χαραχτήρα του και για το αγώνα που έκανε να δώσει στα παιδιά του τις αρχές που ιχνηλάτησε μόνος του στον στίβο της ζωής. Αξίζει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στον Παναγιώτη Σοφό, τον ξεχωριστό συμπατριώτη μας, που ήταν γνωστός για την πνευματική καλλιέργειά του και για την ηπιότητα του χαρακτήρα του. Ο άνθρωπος αυτός, έχοντας αριστερές πολιτικές πεποιθήσεις, που, ως γνωστόν, δεν ήταν αρεστές στην πλειονότητα των συγχωριανών μας, ήταν εν τούτοις ιδιαίτερα αγαπητός σε όλους και απολάμβανε ξεχωριστής εκτίμησης, ενώ με τον θάνατό του άφησε στο χωριό δυσαναπλήρωτο κενό. Ιδιαίτερη προσωπικότητα αποτελούσε ο γνωστός σε όλους μας Νίκος Χριστοφιλόπουλος, ο οποίος, παρά τα νοητικά προβλήματά του, κάθε μέρα αγόραζε και «διάβαζε», με τον δικό του τρόπο, συγκεκριμένη εφημερίδα, σύχναζε δε σε κάθε χώρο κοινωνικής συναναστροφής, λ.χ στα καφενεία, στην εκκλησία, στους γάμους, στα βαφτίσια και δεν παρέλιπε να σημαίνει θλιβερά την καμπάνα της εκκλησίας κάθε φορά που κάποιος συγχωριανός μας εγκατέλιπε τα εγκόσμια. Από τους νεώτερους, που σύχναζαν εκεί αξίζει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στον Μπάμπη Χριστοφιλόπουλο (Τσάκο), που έφυγε πρόσφατα, ο οποίος ήταν γνωστός για την αγάπη που είχε για το Κάτω Κοπανάκι και το ενδιαφέρον του γιά όλα τα γύρω χωριά, ο δε ο θάνατός του έγινε αισθητός στο χωριό μας, το οποίο ορφάνεψε από τον προστάτη του. Σημαντικότερος, όμως, θαμώνας του καφενείου ήταν, κατά τη γνώμη του γράφοντος, ο θυμόσοφος Γιώργος (Γιώργης) Καράμπελας (Κατσουλογιάννης), πατέρας της φαρμακοποιού του χωριού Κούλας Καράμπελα, ο οποίος, συνοδευόμενος από τον αφανή και αθόρυβο αδερφό του Γιάννη Καράμπελα, δημιουργούσε στο καφενείο την δική του παρέα, την δική του συντροφιά, κατά κανόνα την πολυπληθέστερη και έχοντας ως μέσο την γοητεία που εξέπεμπε η ευφράδειά και γλαφυρότητα του λόγου του και η σαφήνεια των νοημάτων που διατύπωνε, με τις ενδιαφέρουσες ιστορίες που διηγείτο καθήλωνε τους ακροατές του.

(Από αριστερά: Γιάννης Χριστοφυλόπουλος (Τσάκος), Ανδρέας Τζαβέλας, Βασίλης Γκότσης, Κιμωνας Ρήγας, Στάθης Παντελής, Θανάσης Μαραβελής, Μητσούλης Χριστοφυλόπουλος, Αντώνης Μπεμπονης, Πάνος Μηλωνας, Ηλίας Ρήγας του Δάσκαλου, Παναγιώτης Ρήγας (Δάσκαλος), Ηλίας Κανόπουλος, Αρίστος Ρήγας, και Γιάννης Μπρούστης (Γιαννηαντώνης). Η φωτογραφία αυτή τραβήχτηκε το Δεκέμβριο του 1949 μπροστά από το καφενείο Σοφού).


Οι άνθρωποι αυτοί δημιούργησαν μια παράδοση που συνεχίζουν σήμερα επάξια ο μπάρμπα - Αποστόλης Παυλόπουλος, ο οποίος μετά τον θάνατο της κόρης του, της αγαπημένης συμμαθήτριας και φίλης μου Γιωργίας, που μας άφησε νωρίς, αποτελεί πρότυπο εγκαρτέρησης, αντοχής και δύναμης, ο αειθαλής μπάρμπα – Κώστας Μυλωνάς, ο οποίος, παρά τις δικές του προσωπικές απώλειες, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την ζωή με αισιοδοξία, ο Δημήτρης Μπρούστης, ο ακουστός ψάλτης του Αη- Γιάννη, που διακρίνεται για την μειλιχιότητα και την πραότητα του χαραχτήρα του, την φιλοξενία του, αλλά και την αναμφισβήτητη εντιμότητά του, ο Σπύρος Κομιανός, γαμπρός του μπάρμπα – Γιώργη Καράμπελα, που κάνει αισθητή την παρουσία του σε κάθε κοινωνικό χώρο με την ζωντάνια του λόγου του, τα πολιτιστικά ενδιαφέροντά του, την καλλιτεχνική ευαισθησία και την ανθρωπιά του, την οποία εκδηλώνει απλόχερα με την παροχή κάθε φαρμακευτικής φροντίδας στους πάσχοντες συμπατριώτες μας, ο κρητικός Αλέκος Χατζάκης, γαμπρός του Θεμιστοκλή Κυριακόπουλου, που με τον δυναμισμό με τον οποίο υποστηρίζει τις απόψεις του, ζωντανεύει τις συζητήσεις, στις οποίες συμμετέχει και αποτελεί ένα από τα πιο ζωντανά κύτταρα της τοπικής κοινωνίας, ο συμπαθής και ευαίσθητος Στάθης Χαμπεσής, ο αθόρυβος «μελισσοκόμος», ο ιδιαίτερα αγαπητός σε όλους μας Σωτήρης Πετρούλιας, ο επαναστάτης και μονίμως κριτής των κακώς κειμένων του χωριού και της πατρίδας, Γιώργος Φιλντίσης, που όταν ήταν αγροφύλακας μας «κυνηγούσε», μικρά παιδιά, από τα ξένα αμπέλια, τις ξένες μουριές και αγκινάρες, που τις «τρυγούσαμε» σαν νοικοκύρηδες, αλλά και οι συμπαθείς ξενόφερτοι Νίκος Χιώτης, γνωστός πλέον γλεντζές και αμφισβητίας, καθώς και οι Αλβανοί Γιάννης και Τζίμης, που έκαναν το χωριό μας δεύτερη πατρίδα τους.

Ανδρέας Τζαβέλλας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου